- ὄσσων
- ὄσσεthe two eyesneut gen pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Ὀσσῶν — Ὄσσα fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀσσῶν — ὄσσα a rumour fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὅσσων — ὅσος as great as fem gen pl (epic) ὅσος as great as masc/neut gen pl (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προτιόσσομαι — Α 1. βλέπω, κοιτάζω 2. (για τον νου) προβλέπω, προαισθάνομαι 3. προσδοκώ, περιμένω 4. (κατά τον Ησύχ.) «προτιόσσεται προορᾱται, προσδέχεται, προσαγορεύει» 5. (κατά το λεξ. Σούδ.) «προτιόσσομαι, προσβλέπω, ἀπὸ τῶν ὄσσων ἡ μεταφορά». [ΕΤΥΜΟΛ. <… … Dictionary of Greek